ἐπίπτωσιν

ἐπίπτωσιν
ἐπίπτωσις
onslaught
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπτῶσιν — ἐπί πτάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί πτάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπτωση — η (AM ἐπίπτωσις) [επιπίπτω] έφοδος, επίθεση νεοελλ. 1. συνἐπεια, επακόλουθο 2. επιβάρυνση 3. (πυρ. φυσ.) «ραδιενεργός επίπτωση» η ραδιενεργός σκόνη και οι άλλες ουσίες που επιστρέφουν στην επιφάνεια τής γης μετά από μια πυρηνική έκρηξη μσν. πτώση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”